- πορφυρόνωτον
- πορφυρόνωτοςpurple-backedmasc/fem acc sgπορφυρόνωτοςpurple-backedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορφυρόνωτος — ον, Α φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλό νωτος)] … Dictionary of Greek